- νυκτικλέπτης
- νυκτικλέπτης, ὁ (Α)βλ. νυκτοκλέπτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκτοκλέπτης — ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α νυκτικλέπτης, Μ νυκτοκλέπτης) 1. αυτός που κλέβει στη διάρκεια τής νύχτας 2. (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κλέπτης. Ο αρχ. τ. νυκτικλέπτης < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ … Dictionary of Greek
νυκτικλέπτας — νυκτικλέπτᾱς , νυκτικλέπτης thief of the night masc acc pl νυκτικλέπτᾱς , νυκτικλέπτης thief of the night masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek